-
1 свадьба
-ы, γεν. πλθ. -деб, δοτ. -дьбам θ. γάμος•пригласить на -у καλώ στο γάμο•
день -ы μέρα του γάμου•
сыграть -у ιερολογώ γάμο•
справлять -у κάνω γάμο, τελώ τους γάμους.
|| αθρσ. ο γάμος (οι παρευρεσκόμενοι στο γάμο).εκφρ.до -ы заживт – ώσπου να γίνει ο γάμος θα θρέψει (για γρατσούνισμα, κόψιμο κλπ. για καθησύχαση), αυτό δεν είναι τίποτε, γρήγορα θα θρέψει.